- αλύω
- ἀλύω και ἀλύω (Α)1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω4. νιώθω πλήξη, ανία5. είμαι καταπονημένος6. είμαι άπορος, με δέρνει η φτώχεια7. περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί, περιπλανιέμαι8. γκρινιάζω, δυσανασχετώ, δυσφορώ9. (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) ἀλύων, -ούσα, -ονμε παράφορο πάθος, σε έξαλλη κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό ρήμα γνωστό από την εποχή του Ομήρου με σπάνια χρήση στην κωμωδία. Η λ. απαντά επίσης και στη μεταγενέστερη πεζογραφία. Συχνά χρησιμοποιείται και ως ιατρικός όρος. Το ρ. κυριολεκτικά σημαίνει «είμαι εκτός εαυτού» εξαιτίας μιας έντονης συναισθηματικής καταστάσεως (λύπης, απογοητεύσεως, μελαγχολίας, πόνου, φόβου και —σπανιότερα— χαράς). Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε επαυξημένο με -υ- τύπο τής ρίζας ἀλ-, η οποία απαντά και στα ρ. ἀλάομαι* και ἀλέομαι*. Σημασιολογικά όμως αυτοί οι ρηματικοί τύποι δεν έχουν καμιά σχέση με το ἀλύω. Η δάσυνση, κατά τη Σούδα, του ρήματος (ἀλύω) δεν έχει ερμηνευθεί ικανοποιητικά. Συγγενές ετυμολογικά με το ἀλύω είναι και το ρ. ἀλύσσω καθώς και το ουσ. ἀλύκη τού Ησυχίου. Οι λ. αυτές σχηματίζονται από επαυξημένο τ. τής ρίζας τού ρήματος ἀλύω. Επαυξημένη μορφή ρίζας απαντά επίσης και στα συνώνυμα ρ. ἀλυκτῶ (-έω)*, ἀλυκτάζω*. Με το ρ. ἀλύω συνδέονται ετυμολογικά επίσης και οι ρηματικοί τ. ἀλυστάζω (συνώνυμο του ἀλύω) και ἀλυσταίνω «ασθενώ», από όπου και ο τ. ἀλυσθαίνω* (πιθ. με επίδραση τής λ. ἀσθενής). Τέλος ο τ. ἀλυσθμαίνω* αποτελεί μεταρρηματικό παράγωγο τού ρ. ἀλυσθαίνω με κατάλ. -μαίνω.ΠΑΡ. αρχ. ἄλυς, ἀλυσθαίνω, ἄλυσις, ἄλύσκω, ἀλυσμός, ἄλύσσω].
Dictionary of Greek. 2013.